- φθογγάριον
- φθογγάριονsounding-pipeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθογγάριον — τὸ, Α ο αγωγός τής φωνής ή, κατ άλλους, είδος σφυρίχτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φθέγγομαι + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. μυθ άριον)] … Dictionary of Greek
φθογγαρίου — φθογγάριον sounding pipe neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)